- αποκτηνώνω
- κ. -χτηνώνω (Α ἀποκτηνῶ, -όω) [κτήνος]μεταμορφώνω κάποιον σε κτήνος («τον αποχτήνωσε το πιοτό»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποκτηνώνω — αποκτηνώνω, αποκτήνωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποκτηνώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, μεταβάλλω κάποιον σε κτήνος, αποβλακώνω: Το πιοτό κι οι καταχρήσεις τον αποκτήνωσαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκβαρβαρώνω — εκβαρβάρωσα, εκβαρβαρώθηκα, εκβαρβαρωμένος, μτβ. 1. κάνω κάποιον τελείως βάρβαρο, τον αποκτηνώνω. 2. παθ., εκβαρβαρώνομαι γίνομαι εντελώς βάρβαρος, αποθηριώνομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)